- παριππάζω
- Απαριππεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἱππάζω / -ομαι (< ἵππος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παριππαζόμενος — παριππάζω pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππάζειν — παριππάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππάζεσθαι — παριππάζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππάσαντος — παριππάζω aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππάσασθαι — παριππάζω aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίππασαν — παριππάζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίππασεν — παριππάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππάσας — παριππά̱σᾱς , παριππάζω fut part act fem acc pl (doric) παριππά̱σᾱς , παριππάζω fut part act fem gen sg (doric) παριππάσᾱς , παριππάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριππασία — ἡ, Α [παριππάζω] το να περνά κανείς έφιππος από κάπου … Dictionary of Greek